- επτάπορος
- ἑπτάπορος, -ον (Α)1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες2. (για τον αστερισμό τής Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.
Dictionary of Greek. 2013.